- μηναῖος
- μηναῖος, α, ον,A lunar, Orac. ap. Lyd.Mens.3.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηναίος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Οκτωβρίου. 2. Μ. ή Μιννέος. Ήταν ζηλωτής και καταγόταν από την Πέργη της Παμφιλίας. Επειδή κατέστρεψε μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του τον ναό της Άρτεμης … Dictionary of Greek
μηναίων — μηναῖος lunar fem gen pl μηναῖος lunar masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηναίοις — μηναῖος lunar masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηναίου — μηναῖος lunar masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηναίῳ — μηναῖος lunar masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
μηνίον — και μηνιόν, τὸ (Μ) βλ. μηναίος … Dictionary of Greek
πεντηκονταμηναίος — και πεντηκονταμηνιαῑος, α, ον, Μ αυτός που συμβαίνει, που γίνεται κάθε πεντηκοστό μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μήν, μηνός + αῖος* (πρβλ. τρι μηναῖος)] … Dictionary of Greek
ԱՄՍԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0075 Chronological Sequence: Early classical ա. Տ. ԱՄՍԱԿԱՆ. եւ ԱՄՍՕՐԵԱՅ. μηναῖος ամսըւան *Ամք լուսնականք, այս ինքն ամսաւորք. Եւս. քր. ՟Ա: *Ածէին ստէպ ստէպ տագնապաւ յամսաւոր յօր տօնի ծննդեան թագաւորին. ՟Բ. Մակ. ՟Զ. 7. յն. ՛յըստ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՄՍՕՐԵԱՅ — (րէի, ից.) NBH 1 0075 Chronological Sequence: Early classical ա. μηναῖος menstruus, unius mensis Ունօղ զաւուրս միոյ ամսոյ. երեսնօրեայ՝ ըստ հասակի. մեկ ամսըւան, ամսըւան մը. ... *Յամսօրէից ʼի վեր առնիցէք հանդէս: Ամենայն արու յամսօրէից եւ ʼի վեր:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)